αβλόγητος

αβλόγητος
και ανεβλόγητος, -η, -ο
1. αυτός που δεν ευλογήθηκε από ιερέα
2. η εκκλησία που μέχρι τώρα δεν εγκαινιάστηκε
3. η παράνομη συμβίωση ζευγαριού, χωρίς γάμο ευλογημένο από την Εκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + βλογώ < ευλογώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αβλόγητος — η, ο εκείνος που δεν έχει ευλογηθεί από την Εκκλησία: Τον στενοχωρούσε ακόμη που χε γυναίκα αβλόγητη (αστεφάνωτη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανευλόγητος — η, ο (Μ ἀνευλόγητος, ον) 1. αυτός που δεν ευλογήθηκε από την εκκλησία, αβλόγητος 2. αυτός που δεν ευλογείται από τον Θεό, άδικος, άνομος …   Dictionary of Greek

  • ανευλόγητος — η, ο αβλόγητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”